- καλοναρχώ
- -έωβλ. κανοναρχώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κανοναρχώ — και καλοναρχώ και καλαναρχώ (Μ κανοναρχῶ και καλαναρχῶ έω) [κανονάρχης] 1. εκτελώ το έργο τού κανονάρχη, διαβάζω, υπαγορεύω μελωδικά τους εκκλησιαστικούς ύμνους στον ψάλτη 2. μτφ. εισηγούμαι, υποβάλλω, υπαγορεύω σε κάποιον ενέργειες ή τρόπο… … Dictionary of Greek
κανοναρχώ — και κανοναρχάω και καλοναρχώ και καλαναρχώ κανονάρχησα και καλονάρχησα και καλανάρχησα, κάνω το έργο του κανονάρχη: Κανοναρχάει στην εκκλησία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)